ἀπαγορευτικός — prohibitory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγορευτικός — ή, ό αυτός που κλείνει μέσα του απαγόρευση, ο παρεμποδιστικός: Στο νόμο υπάρχουν πολλές απαγορευτικές διατάξεις. – Οι δασμοί που επιβλήθηκαν για το είδος αυτό είναι ουσιαστικά απαγορευτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαγορευτικά — ἀπαγορευτικός prohibitory neut nom/voc/acc pl ἀπαγορευτικά̱ , ἀπαγορευτικός prohibitory fem nom/voc/acc dual ἀπαγορευτικά̱ , ἀπαγορευτικός prohibitory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικώτερον — ἀπαγορευτικός prohibitory adverbial comp ἀπαγορευτικός prohibitory masc acc comp sg ἀπαγορευτικός prohibitory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικόν — ἀπαγορευτικός prohibitory masc acc sg ἀπαγορευτικός prohibitory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικαί — ἀπαγορευτικός prohibitory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικοῖς — ἀπαγορευτικός prohibitory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικοί — ἀπαγορευτικός prohibitory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικοῦ — ἀπαγορευτικός prohibitory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευτικούς — ἀπαγορευτικός prohibitory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)